- δύσοργος
- δύσοργοςquick to angermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσοργος — δύσοργος, ον (AM) οξύθυμος, ευέξαπτος … Dictionary of Greek
δυσοργότατον — δύσοργος quick to anger masc acc superl sg δύσοργος quick to anger neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόργως — δύσοργος quick to anger adverbial δύσοργος quick to anger masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσοργον — δύσοργος quick to anger masc/fem acc sg δύσοργος quick to anger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόργητος — δυσόργητος, ον (Α) ο δύσοργος … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek